- κτηνύδριον
- κτην-ύδριον, τό, Dim. of κτῆνος, PStrassb.92.12 (iii A.D.), PFlor. 120.6 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτηνύδριον — κτηνύδριον, τὸ (Α) πάπ. μικρό κτήνος, μικρό ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] … Dictionary of Greek